Παρράσιος

Παρράσιος
Παρράσιος
masc nom sg
Παρράσιος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Παρράσιος — I Αρχαίος Έλληνας ζωγράφος, ο οποίος εργάστηκε μεταξύ 440 και 380 π.Χ. Ήταν γιος και μαθητής του Εφέσιου ζωγράφου Ευήνορα, αλλά έζησε για μεγάλο διάστημα στην Αθήνα και ήταν Αθηναίος πολίτης. Προτιμούσε δραματικά θέματα, πλούσια σε κίνηση, και… …   Dictionary of Greek

  • Παρρασίων — Παρράσιος fem gen pl Παρράσιος masc/neut gen pl Παρράσιος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρράσιον — Παρράσιος masc acc sg Παρράσιος neut nom/voc/acc sg Παρράσιος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρρασίοιο — Παρράσιος masc/neut gen sg (epic) Παρράσιος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρρασίοις — Παρράσιος masc/neut dat pl Παρράσιος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρρασίου — Παρράσιος masc/neut gen sg Παρράσιος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρρασίους — Παρράσιος masc acc pl Παρράσιος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρρασίῳ — Παρράσιος masc/neut dat sg Παρράσιος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρράσιε — Παρράσιος masc voc sg Παρράσιος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρράσιοι — Παρράσιος masc nom/voc pl Παρράσιος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”